χειροπέδη — handcuff fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροπέδη — η 1. δεσμός των χεριών, κλάπα. 2. στον πληθ., χειροπέδες ζευγάρι κλοιών που συνδέονται μ αλυσίδα με τους οποίους δεσμεύονται οι κρατούμενοι, όταν βρίσκονται έξω από τις φυλακές: Τον μετέφεραν με χειροπέδες από τις φυλακές στο ανακριτικό γραφείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χειροπεδῶν — χειροπέδη handcuff fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροπέδαις — χειροπέδη handcuff fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρόπεδον — τὸ, Α η χειροπέδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού χειροπέδη, κατά τα ουδ.] … Dictionary of Greek
χειροπέδας — χειροπέδᾱς , χειροπέδη handcuff fem acc pl χειροπέδᾱς , χειροπέδη handcuff fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυιοπέδη — η (Α) δεσμά για τα χέρια, χειροπέδη, ή για τα πόδια, ποδοκάκκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + πέδη «δεσμός ποδιών ή χεριών»] … Dictionary of Greek
κελεπτσές — και κελεψές, ο 1. χειροπέδη 2. συνεκδ. βασανιστήριο, βάσανο, τυραννία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kelepce) … Dictionary of Greek
πέδη — η, ΝΑ (ιδίως στον πληθ.) (για τα άλογα) δεσμός τών ποδιών από σχοινί ή αλυσίδα για να εμποδίζει την κίνησή τους, πέδικλο, ποδοπέδη, κν. κιουστέκι νεοελλ. 1. (για πρόσ.) δεσμός τών χεριών τών εγκληματιών ή υποδίκων για να τους εμποδίζει να… … Dictionary of Greek
χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται … Dictionary of Greek